- ἐπανορθωτικῆς
- ἐπανορθωτικόςcorrectivefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
φυλάκιση — η 1. το κλείσιμο στη φυλακή, το φυλάκισμα. 2. η κατάσταση του φυλακισμένου. 3. (νομ.), είδος επανορθωτικής ποινής που διαρκεί από 3 μέρες ως 5 χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)